Ονομάζομαι Σοφία Ηλιάδου-Τάχου και είμαι Καθηγήτρια Ιστορίας, άρα ιστορικός και λογοτέχνιδα ή μάλλον συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων. Κάνω δηλαδή «εργαλειακή χρήση της ιστορίας», στρατεύοντάς την στην υλοποίηση των στόχων της λογοτεχνίας. Για μένα η λογοτεχνία και η ιστορία ακολουθούν παράλληλους δρόμους: ψάχνουν η πρώτη το παρελθόν, μέσα από πηγές και τεκμήρια και η δεύτερη την βιωμένη αντίληψη του παρελθόντος, εκεί όπου η ατομική μνήμη τέμνεται με την συλλογική. Χωρίς την συλλογική μνήμη δεν έχει που να ακουμπήσει η ατομική. Άρα χωρίς την ιστορία η λογοτεχνία μοιάζει για μένα μια κραυγή μέσα στο σήμερα. Αντίθετα η ιστορία δίνει στην λογοτεχνία βάθος, την κάνει πιο σοφή, την φωτίζει.
Έγραψα μέχρι τώρα τρία μυθιστορήματα και αρκετά ποιήματα. Το πρώτο μου μυθιστόρημα το ονόμασα «Ζαφειρένια μάτια». Το ιστορικό πλαίσιο είναι η τραγωδία του Πόντου. Στο επίκεντρο βρίσκεται ένας πόντιος φιλελεύθερος αστός με πολλά ενδιαφέροντα. Και όπως πάντα κυρίαρχη θέση έχει ο έρωτας. Το δεύτερο μυθιστόρημά μου «Αγάπη ή Τζιχάντ» αναφέρεται μυθοπλαστικά στους τρόπους με τους οποίους οι θρησκείες όλων των εποχών υποβάθμισαν τις γυναίκες που βρέθηκαν κοντά στους αρχηγούς των θρησκειών αυτών. Το πρόσφατο «Η κατάρα της Πραξιθέας» περιλαμβάνει την αυθεντική ιστορία τριών γενεών που πέρασαν από τον Μακεδονικό Αγώνα τον Α παγκόσμιο πόλεμο, τον ξεριζωμό από την Πελαγονία στην Φλώρινα και την Θεσσαλονίκη, και παρακολουθεί τις ιστορίες τους ως το τέλος του εμφυλίου. Η κατάρα της Πραξιθέας γίνεται σύμβολο κάποιων στερεότυπων αντιλήψεων που εξέφραζαν την αστική τάξη στο παρελθόν. Η περιγραφή του έπους της Αλβανίας και της αντίστασης στην κατοχή γίνεται μέσα από τα Ημερολόγια των πρωταγωνιστών. Σας καλώ να μιλήσουμε. Οι ήρωές μου είναι καθημερινοί άνθρωποι από την ευρεία οικογένειά μου. Και η φιλοδοξία μου να δείτε μέσα από τον καθρέφτη του χρόνου κάποια πρόσωπα από την δική σας ιστορία..
Τα ποιήματά μου είμαι εγώ. Ακούτε όμως και τους αγαπημένους μου ποιητές με πρώτο τν Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Καβάφη. Μ εαυτούς συζητάω. Και με όλους εσάς με τους οποίους έχω μια ψυχική συγγένεια.. Γιατί ανήκουμε στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Δυτικής Μακεδονίας. Ή τουλάχιστον θέλουμε να ανήκουμε, προσπαθούμε να ανήκουμε. Να την βιώνουμε με αγάπη.